Οι παλαιότεροι ένιωσαν ένα ρίγος συγκίνησης, να τους διαπερνά, μια γλυκιά νοσταλγία. Οι νεότεροι αναρωτιόντουσαν ποιος είναι αυτός ο ευγενής, καλοστεκούμενος ηλικιωμένος κύριος τον οποίον σπεύδουν όλοι να συναντήσουν για να ανταλλάξουν μια θερμή χειραψία, ένα φιλικό άγγιγμα στην πλάτη.
Πέρασαν 19 χρόνια από την τελευταία φορά που ο ΓιάνουςΤσερβίνσκι, περί ου o λόγος, βρέθηκε στην Αθήνα. Η αφορμή ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 με την Εθνική Ελλάδος να φτάνει στον κολοφώνα της δόξας με την κατάκτηση της 6ης θέσης.
Σχεδόν τα μισά στελέχη που απαρτίζουν το δυναμικό του ΚΓ Ρέντη “Μελίνα Μερκούρη” και της Ολυμπιακής Εγκατάστασης των Άνω Λιοσίων σε αυτό το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, πέρασαν από τα χέρια του κατά τις δύο θητείες του στην Ελλάδα. Η πρώτη ως ομοσπονδιακός τεχνικός από το 1984 έως το 1987 και η δεύτερη ως τεχνικός σύμβουλος των εθνικών ομάδων από το 1997 έως το 2000.
Είχε προηγηθεί τη δεκαετία του ’70 η πολύ επιτυχημένη παρουσία του στον πάγκο της Εθνικής Πολωνίας με κορυφαία διάκριση την κατάκτηση του χάλκινου ολυμπιακού μεταλλίου το 1976 στο Μόντρεαλ.
Στην Ελλάδα ο 86χρονος σήμερα ΓιάνουςΤσερβίνσκι βρίσκεται προσκεκλημένος του Προέδρου της ΟΧΕ Κώστα Γκαντή:
«Καλώς ήλθατε. Πώς αισθανθήκατε επιστρέφοντας στην Ελλάδα ύστερα από σχεδόν δύο δεκαετίες;» ήταν η πρώτη ερώτηση για να… σπάσει ο πάγος, ωστόσο η αγάπη που τρέφει ο ΓιάνουςΤσερβίνσκι για τη χώραμας είναι τόσο μεγάλη και ζεστή, ώστε περαιτέρω αβρότητες ήταν περιττές.
«Είχα ενημερωθεί για τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας τα χρόνια της κρίσης. Με ιδιαίτερη χαρά διαπίστωσα ότι όλα αυτά αποτελούν παρελθόν. Τρέφω τα καλύτερα συναισθήματα για τη χώρα και τους ανθρώπους της, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που συνεργάστηκα όλα αυτά τα χρόνια της παρουσίας μου στην Ελλάδα. Χαίρομαι που βλέπω πολλούς από αυτούς να υπηρετούν σήμερα το σπορ και συνεχίζουν την προσπάθεια για την πρόοδο του ελληνικού χάντμπολ».
Σε ποια κατάσταση βρισκόταν το άθλημα στην Ελλάδα στα χρόνια της συνεργασίας σας με την Ελληνική Ομοσπονδία;
«Στη δική μου εποχή υπήρχαν στιγμές που ήταν δύσκολες και δεν σας κρύβω ότι πέρασα και πολλές απογοητεύσεις. Είχα φτάσει, μάλιστα, σε σημείο να λέω ότι δεν θα καταφέρουμε ποτέ να πετύχουμε κάτι ουσιώδες. Στην πορεία, όμως, είδα ότι μπορούσαμε να δημιουργήσαμε κάτι καλό και παρακολούθησα με μεγάλη μου ευχαρίστηση την πορεία της ελληνικής εθνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας με την κατάκτηση της 6ης θέσης».
Υπήρχε κάποια ιδιαίτερη στιγμή, ένα συγκεκριμένο παιχνίδι που έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη σας;
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ μια μεγάλη νίκη που πετύχαμε με την Εθνική νέων στην Τουρκία. Μάλιστα, μετά το ματς μάς είχε φιλοξενήσει ο πρέσβης της Ελλάδας. Δεν είχα αντιληφθεί αρχικά την ιδιαιτερότητα των ελληνοτουρκικών αναμετρήσεων. Το συνειδητοποίησα σε εκείνο το παιχνίδι βλέποντας τις αντιδράσεις των Ελλήνων.
Εντυπωσιάστηκα επίσης από την ταχύτητα με την οποία αφομοιώνουν οι Έλληνες παίκτες τις οδηγίες του προπονητή. Το αθλητικό ταλέντο στην Ελλάδα περισσεύει. Η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση που έχω, ωστόσο, από τη χώρα σας αφορά τη φιλοσοφία σας, τη στάση ζωής των Ελλήνων. Στις δύσκολες στιγμές δεν απογοητεύεστε. Σηκώνεστε και πατάτε ξανά γερά στα πόδια σας.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ και τη φιλοξενία που μου προσφέρθηκε απλόχερα. Ακόμα και σε μικρά χωριά που δεν γνώριζαν ποιος είμαι, εισέπραττα ζεστασιά και αγάπη. Μπορείτε να είστε υπερήφανοι γι’ αυτά τα χαρακτηριστικά σας. Προσωπικά μετέφερα αυτές τις εντυπώσεις στην πατρίδα μου την Πολωνία».
Πήρατε μια πρώτη γεύση από την ελληνική εθνική των νέων. Ποια είναι η άποψή σας για τις δυνατότητες της ομάδας;
«Ήταν νευρική στην πρεμιέρα της στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νέων στο παιχνίδι με τη Σαουδική Αραβία, έκανε ορισμένα λάθη. Φαίνεται ωστόσο ότι έχει γίνει συστηματική δουλειά και υπάρχει μέλλον».
Είναι η ανάπτυξη και η ενίσχυση των υποδομών το πιο ζωτικόκεφάλαιο για την ανάπτυξη του χάντμπολ;
«Σίγουρα. Η σοβαρή και επαγγελματική ενασχόληση με τις υποδομές είναι το στοιχείο που δίνει συνέχεια σε μια εθνική ομάδα, σε ένα άθλημα. Στη δουλειά που γίνεται στις μικρές ηλικίες, χτίζεις το μέλλον. Για παράδειγμα στην πατρίδα μου, την Πολωνία δεν έχουν πια τις οικονομικές δυνατότητες για να προσέξουν τις υποδομές. Μόνο δύο ομάδες, η Κιέλτσε και η Πλοτσκ διαθέτουν υψηλό προϋπολογισμό, αλλά το 80% των χρημάτων τους καταλήγουν στους ξένους και όχι στους νέους Πολωνούς και στους προπονητές που δουλεύουν στις υποδομές. Χωρίς δουλειά στις μικρές ηλικίες δεν μπορεί να υπάρχει μέλλον για καμία χώρα».
Στο φινάλε της κουβέντας μας θα θέλατε να κάνετε μια ευχή;
«Εύχομαι από καρδιάς αυτή η σχέση που έχω χτίσει με τους Έλληνες να με συντροφεύει σε όλη μου τη ζωή και στο ελληνικό χάντμπολ και τους ανθρώπους του ό,τι καλύτερο!».